- ἡλιοστιβής
- Ἡλιο-στῐβής, ές,A sun-trodden,
ἀντολαί A.Pr.791
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀντολαί A.Pr.791
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηλιοστιβής — ἡλιοστιβής, ές (Α) αυτός που πατιέται από το άρμα τού ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῑς ἀνατολαί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τής ρίζας… … Dictionary of Greek
Ἡλιοστιβεῖς — Ἡλιοστιβής sun trodden masc/fem acc pl Ἡλιοστιβής sun trodden masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιοστιβεῖς — ἡλιοστιβής sun trodden masc/fem acc pl ἡλιοστιβής sun trodden masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek